- ἄτονα
- ἄτονοςslacknessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
έκτονος — η, ο (AM ἔκτονος, ον) Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος 2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος ΙΙ. επίρρ. εκτόνως νεοελλ. άτονα, χαλαρά αρχ. έντονα, σφοδρά … Dictionary of Greek
αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… … Dictionary of Greek
αναμινυρίζω — ἀναμινυρίζω (ΑΜ) τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα* + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek
χαυνοπόλεμος — ον, Μ αυτός που πολεμά με νωθρότητα, άτονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πόλεμος (πρβλ. εμπειρο πόλεμος)] … Dictionary of Greek
ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… … Dictionary of Greek
ψυχίδες — (Psychidae). Οικογένεια εντόμων της υποτάξης των ετεροκέρων, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Περιλαμβάνει το γένος ψυχή και άλλα παρεμφερή, τα είδη των οποίων είναι νυκτόβιες πεταλούδες, που οι κάμπιες τους υφαίνουν μια μεταξωτή θήκη, σκεπασμένη… … Dictionary of Greek
αγγειέλκωση — Εξέλκωση του δέρματος που οφείλεται σε κυκλοφορικές ανωμαλίες. Συνήθως προκαλείται όταν υπάρχουν κιρσοί στα κάτω άκρα (άτονα κιρσώδη έλκη των κνημών) … Dictionary of Greek